ἀποσπουδάζω
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A dissuade eagerly, τινά τινος Philostr.VA4.2.
II slight, despise, τοὺς Ἐπικούρου λόγους ib.1.7; show lack of interest in, τινός Id.VS1.17.2.
Spanish (DGE)
1 menospreciar τούτους (sc. Ἐπικούρου λόγους) Philostr.VA 1.7, αὐτόν Philostr.VA 6.20.
2 no mostrar interés por τὸ παρεῖναι ἀποσπουδάζοντες no teniendo interés en que estemos presentes Gr.Naz.Ep.43.2
•c. gen. τῶν μὲν ἄλλων ἀπάγων τε καὶ ἀποσπουδάζων Philostr.VA 4.2, οὐκ ἀπεσπούδαζε τῶν κοινῶν no se desinteresaba de los asuntos públicos Philostr.VS 505.
German (Pape)
[Seite 326] aufhören eifrig zu sein, im Eifer nachlassen, Suid. παύομαι τῆς σπουδῆς; auch τινός, vernachlässigen, Philostr. vit. Apoll. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπουδάζω: μέλλ. -άσω, ἀποφεύγω παντὶ τρόπῳ, ἀλλὰ τῶν μὲν ἂλλων ἀπάγων καὶ ἀποσπουδάζων Φιλόστρ. 141. ΙΙ. περιφρονῶ, καταφρονῶ, δὲν δέχομαι, τι Φιλόστρ. 9, Κύριλλ.: παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ ἐνδιαφέρωμαι εἴς τι, δέχομαι, τινὸς Φιλόστρ. 505.