ἀποτελεύτησις

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτελεύτησις Medium diacritics: ἀποτελεύτησις Low diacritics: αποτελεύτησις Capitals: ΑΠΟΤΕΛΕΥΤΗΣΙΣ
Transliteration A: apoteleútēsis Transliteration B: apoteleutēsis Transliteration C: apoteleytisis Beta Code: a)poteleu/thsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A ending, εῐς τι Hp.Loc.Hom.3, Thphr. Ign.54.
II result, δόξα διανοίας ἀ. Pl.Sph.264a; completion, accomplishment, Dam.Pr.67,113.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀποτελευτησίας Dam.Pr.113
1 terminación ἐς τὸν κίθαρον Hp.Loc.Hom.3, τῶν ῥεόντων εἰς ἔλαττον Thphr.Ign.54.
2 resultado δόξα δὲ διανοίας ἀ. la opinión, resultado del pensamiento Pl.Sph.264a
terminación, conclusión τοῦ ἡνωμένου Dam.Pr.67, νοῦ Dam.l.c.

German (Pape)

[Seite 330] ἡ, Beendigung, Hippocr.; Schluß, Plat. Soph. 254 a διανοίας ἀποτ. – δόξα.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτελεύτησις: εως ἡ завершение, окончание Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτελεύτησις: -εως, ἡ, τὸ τελευτᾶν, καταλήγειν, εἴς τι Ἱππ. 409. 44, Θεοφρ. π. Πυρ. 54. ΙΙ. συμπέρασμα, ἀποτέλεσμα, Πλάτ. Σοφ. 264Λ.

Greek Monolingual

ἀποτελεύτησις, η (Α)
1. κατάληξη, αποτέλεσμα
2. επίτευξη.