ἀποτελεύτησις
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A ending, εῐς τι Hp.Loc.Hom.3, Thphr. Ign.54.
II result, δόξα διανοίας ἀ. Pl.Sph.264a; completion, accomplishment, Dam.Pr.67,113.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀποτελευτησίας Dam.Pr.113
1 terminación ἐς τὸν κίθαρον Hp.Loc.Hom.3, τῶν ῥεόντων εἰς ἔλαττον Thphr.Ign.54.
2 resultado δόξα δὲ διανοίας ἀ. la opinión, resultado del pensamiento Pl.Sph.264a
•terminación, conclusión τοῦ ἡνωμένου Dam.Pr.67, νοῦ Dam.l.c.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, Beendigung, Hippocr.; Schluß, Plat. Soph. 254 a διανοίας ἀποτ. – δόξα.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτελεύτησις: εως ἡ завершение, окончание Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτελεύτησις: -εως, ἡ, τὸ τελευτᾶν, καταλήγειν, εἴς τι Ἱππ. 409. 44, Θεοφρ. π. Πυρ. 54. ΙΙ. συμπέρασμα, ἀποτέλεσμα, Πλάτ. Σοφ. 264Λ.
Greek Monolingual
ἀποτελεύτησις, η (Α)
1. κατάληξη, αποτέλεσμα
2. επίτευξη.