ἀπρόσφυλος
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
ἀπρόσφυλον, (φῦλον) not belonging to the tribe, Hld.4.8(dub. 1.).
Spanish (DGE)
-ον extraño, ajeno ὀφθαλμός Hld.5.7.3.
German (Pape)
[Seite 340] nicht zu dem Stamme, Geschlechte gehörend, Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσφῡλος: -ον, (φῦλον) μὴ ἀνήκων εἰς τὴν φυλήν, «ταὐτὸν τῷ ἔκφυλος» (Κοραῆς), Ἡλιόδ. 4. 8, ἀμφίβ.