ἀπότρεψις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, (from Med.) aversion, Hp.Liqu.2 (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
rechazo, repulsión ἀλγεδόνες καὶ ἀποτρέψιες Hp.Liqu.2.
German (Pape)
[Seite 332] ἡ, das Abwenden; der Abscheu, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότρεψις: -εως, ἡ, (ἐκ τοῦ ἀποτρέπομαι), ἀποστροφή, Ἱππ. 425. 35, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
ἀπότρεψις, η (Α) αποτρέπω
1. αποσόβηση
2. μετάπειση
3. αποστροφή, απέχθεια.