ἀραχνώδης
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
ἀραχνῶδες, = ἀραχνοειδής, Arist.HA554b28, Ael.NA8.16.
Spanish (DGE)
-ες
de aspecto de telaraña Arist.HA 554b28 (var.), Ael.NA 8.16, διαφύσεις Orib.24.4.7.
German (Pape)
[Seite 344] ες, spinngewebeartig, Arist. H. A. 5, 23.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à un tissu (fil ou toile) d'araignée.
Étymologie: ἀράχνη, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἀραχνώδης: Arst. = ἀραχνιώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραχνώδης: -ες, = ἀραχνοειδής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 23, 2: - πρβλ. ἀραχνιώδης Β. 2.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀραχνώδης)
ο αραχνοειδής.