ἀργᾶς
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
Dor. contr. for ἀργάεις, v. ἀργήεις.
Spanish (DGE)
v. ἀργήεις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργᾶς: ᾶ, ὁ, «ὄφις καὶ ποιητὴς μοχθηρὸς (Ἀναξανδρ. Ι. 17, σ. 183). (Δωριεῖς καὶ μάλιστα Ἀργεῖοι τὸν ὄφιν) ἀργᾶν ἐκάλουν καὶ Δημοσθένης ὑπὸ Αἰσχίνου (περὶ Παραπρεσβ. σ. 260) Ἀργᾶς ὀνομάζεται˙ οἱ δὲ ὄνομα τυράννου (Θουκ. 7. 33. 4)» Ἡσύχ., πρβλ. Α. Β. 206, 6 καὶ 442, 30, ἔνθα ἡ λέξις εἶναι γεγραμμένη παροξυτόνως Ἄργας.
Russian (Dvoretsky)
ἀργᾶς: дор. = ἀργῆς.