ἀρχιβούκολος
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ὁ,
A chief herdsman, Sch.Il.1.39.
II chief worshiper of Dionysus, president of college of worshippers of Dionysus (βουκόλοι), SIG1115.3 (Pergam., i A. D.): hence ἀρχιβουκολέω, Inscr.Perg.487.5.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀρχιβουκόλος Polem.Hist.31, IGBulg.3.1517.17 (Filipópolis III d.C.); lat. archibucolus, CIL 6.510.16 (IV d.C.)
1 mayoral Polem.Hist.l.c.
2 jefe del tíaso de devotos de Dioniso toro, IP 485.3 (I d.C.), 486.4, 488, IGBulg.l.c., 12.401.3 (dud.), SEG 17.320 (Abdera III d.C.?), Epigr.Gr.1036 a (Perinto), CIL l.c.
German (Pape)
[Seite 365] Oberhirt, Schol. Il. 1, 39.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
chef des βουκόλος (thiases de Dionysos).
Étymologie: ἄρχω, βουκόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιβούκολος: ὁ, ὁ πρῶτος τῶν βουκόλων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 39, ἔνθα γράφεται παροξυτόνως ἀρχιβουκόλον.
Greek Monolingual
ἀρχιβουκόλος και -βούκολος, ο (Α)
ο πρώτος ανάμεσα στους βουκόλους (τίτλος θιασωτών του Διονύσου).