ἀρχιμανδρίτης
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ἀρχιμανδρίτου, ὁ, archimandrite, chief of a μάνδρα, abbot, Just.Nov.5.7.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀρχε- IGLS 2143C
archimandrita, abad Acac.et Paul.Ep.p.153.13, Thal.CP Thds.p.7.8, Iust.Nou.5.7, PMasp.242.4 (VI d.C.), IGLS 2211 (VI d.C.), PAmst.48.4 (VI d.C.), BGU 103ue. (VI/VII d.C.)
•archimandrita, superior de un conjunto de monasterios ἀ. τῶν μοναστηρίων Cyr.Al.Ep. en ACO 3 p.131.80.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιμανδρίτης: -ου, ὁ, κυριολεκτικῶς ὁ ἀρχηγὸς μάνδρας, ἀρχιποίμην, μεταφ. ὁ πρῶτος ἢ ἀρχηγὸς μοναχικῆς κοινότητος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8726, κ. ἀλλ. Ὁ ἀρχιμανδρίτης συνήθως ἦτο πρεσβύτερος, ἐνίοτε δὲ διάκονος, Ἀκάκ. καὶ Παύλ. παρ’ Ἐπιφαν., ἡγούμενος μοναστηρίου, Ἰουστ. Νεαρ. 5. σ. 18: - θηλ. -ῖτις, ιδος, ἡ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀρχιμανδρίτης)
αξίωμα μοναχικό και εκκλησιαστικό που στην κυριολεξία σημαίνει τον αρχηγό ή τον ποιμένα μάνδρας, δηλαδή μοναχικής κοινότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + μάνδρα «μοναστήρι, μονή»].
Translations
bar: archimandrit; be: архімандрыт; bg: архимандрит; ca: arximandrita; cs: archimandrita; da: archimandrit; de: Archimandrit; el: αρχιμανδρίτης; en: archimandrite; eo: arkimandrito; es: archimandrita; et: arhimandriit; fi: arkkimandriitta; fr: archimandrite; hr: arhimandrit; hu: archimandrita; id: arkimandrit; io: arkimandrito; it: archimandrita; ja: 掌院; ka: არქიმანდრიტი; kk: архимандрит; ko: 대수도사제; la: archimandrita; lmo: archimandrita; mk: архимандрит; nl: archimandriet; nn: arkimandritt; no: arkimandritt; pl: archimandryta; pt: arquimandrita; ro: arhimandrit; ru: архимандрит; sh: arhimandrit; sk: archimandrita; sl: arhimandrit; sr: архимандрит; sv: arkimandrit; uk: архімандрит