ἀστάλακτος
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
[τᾰ], ον, not damp, ἀήρ Plu.Crass.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 no húmedo, ἀήρ Plu.Crass.4.
2 [ἀσθενὲς ἢ] νοτερόν Hsch.
German (Pape)
[Seite 374] ἀὴρ καὶ καθαρός Plut. Crass. 4, nicht regnend.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne dégoutte pas.
Étymologie: ἀ, σταλάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀστάλακτος: (τᾰ) не капающий, т. е. сухой (ἀ. καὶ καθαρὸς ἀήρ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστάλακτος: -ον, μὴ σταλάζων, Πλουτ. Κράσσ. 4ι ἐν τοῖς Ἠθ. 982F, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἀσάλευτος ἢ ἀσάλακτος.
Greek Monotonic
ἀστάλακτος: -ον (σταλάσσω), αυτός που δεν στάζει, σε Πλούτ.