ἀστραπόπληκτος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ἀστραπόπληκτον, lightning-stricken, v.l. for ἀστερόπληκτος in Seneca QN1.15.
German (Pape)
[Seite 377] von Blitz getroffen, Seneca Q. N. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰπόπληκτος: -ον, ὁ ὑπὸ ἀστραπῆς πληγείς, κεραυνόπληκτος, Σενέκας Quaest, Nat. 1.15.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰπόπληκτος: пораженный молнией Sen.