ἀσφάλαξ
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[φᾰ], ᾰκος, ὁ, = ἀσπάλαξ, Babr.108.13, Str.15.1.44, Hdn. Gr.2.630.
German (Pape)
[Seite 381] att. = ἀσπάλαξ, ὁ, Sp.
French (Bailly abrégé)
réc. c. ἀσπάλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφάλαξ: -ᾰκος, ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἀσπάλαξ, «τυφλοπόντικος», Βαβρ. 108. 13.
Greek Monolingual
ἀσφάλαξ, ο (Α)
ασπάλαξ.
Greek Monotonic
ἀσφάλαξ: -ᾰκος, ὁ (α ευφωνικό, σπάλαξ), τυφλοπόντικας, σε Βάβρ.