ἀταρακτέω
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
keep calm, Epicur.Ep.1p.30U., J.AJ15.10.3, S.E.P. 1.12.
Spanish (DGE)
no estar turbado, no inmutarse como ideal del sabio ἀγνοούντων καὶ ἐν ποίοις οὐκ ἔστιν ἀταρακτῆσαι Epicur.Ep.[2] 80, πῶς ἡ διάνοια ... ἀταρακτῇ Epicur.Ep.[259] (p.672), ἀρχὴν δὲ τῆς σκεπτικῆς ... τὴν ἐλπίδα τοῦ ἀταρακτήσειν S.E.P.1.12, sin ref. al conocimiento ὁ μὲν Ἡρώδης ἀταρακτήσας ἕτοιμος ἦν εἰς τὴν ἀπολογίαν I.AI 15.357
•estar quieto τά τε ὄρνεα ἀταρακτοῦντα ὥσπερ ὑφ' ἡδονῆς τοῦτο πάσχει Sch.Arat.999.
German (Pape)
[Seite 383] ohne Leidenschaft, gelassen sein oder bleiben, Epicur. bei D. L. 10, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτᾰρακτέω: διαμένω ἀτάραχος, Ἐπίκ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 80, Μ. Ἀντων. 9. 41.
Russian (Dvoretsky)
ἀτᾰρακτέω: оставаться спокойным Diog. L.