ἀτράκτιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄτρακτος, Epic. in Arch.Pap.7.9: pl. (written ἀτράκτεια), POxy.1740.2 (iii/iv A.D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
huso pequeño ἠλακάτια ἀτράκτια ἀργυρᾶ ID 1442 B.56 (II a.C.), cf. Dionysius 77ue.6, POxy.1740.2 (III/IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 388] τό, dim. zu ἄτρακτος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτράκτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄτρακτος, λίαν μεταγ.