ἀτρύμων
From LSJ
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
English (LSJ)
[ῡ], ον, gen. ονος, = ἄτρυτος, c. gen., ἀ. κακῶν not worn out by ills, A.Th.876 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
incansable c. gen. κακῶν ἀτρύμονες ref. a Etéocles y Polinices, A.Th.876.
German (Pape)
[Seite 389] κακῶν, von Leiden nicht aufgerieben, Aesch. Spt. 857.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
qui ne se laisse pas abattre : κακῶν ESCHL par le malheur.
Étymologie: ἀ, τρύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρύμων: gen. ονος (ῡ) несокрушимый, несокрушенный, ненадломленный (κακῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρύμων: [ῡ], -ον, = ἄτρυτος, μετὰ γεν., ἀτρ. κακῶν, ὁ μὴ καταπονηθεὶς ὑπὸ τῶν δυστυχιῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 875.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀτρύμων: [ῡ], -ον, = ἄτρυτος, με γεν., ἀτρύμων κακῶν, μη καταπονημένος από τις δυστυχίες, σε Αισχύλ.