ἀφέωνται
From LSJ
English (LSJ)
v. ἀφίημι.
Spanish (DGE)
v. ἀφίημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφέωνται: NT 3 л. pl. pf. pass. к ἀφίημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέωνται: σπάνιος τύπος τοῦ ἀφεῖνται, γ΄ πληθ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἀφίημι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 23· πρβλ. ἀνέωνται ἐκ τοῦ ἀνίημι.
Greek Monotonic
ἀφέωνται: μεταγεν. τύπος του ἀφ-εῖνται, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του ἀφίημι, σε Καινή Διαθήκη· πρβλ. ἀν-έωνται από ἀν-ίημι.