ἀφηγηματικός
From LSJ
English (LSJ)
ἀφηγηματική, ἀφηγηματικόν, narrative, λόγος Hermog.Id.1. 10; σχήματα Aristid.Rh.1p.500S., cf. D.H.Rh.1.8. Adv. ἀφηγηματικῶς Hermog. Id.1.1, Procl, in Prm.p.477 S.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 narrativo, que narra λόγος Hermog.Id.1.10 (p.276), σχήματα Aristid.Rh.1.500, cf. D.H.Rh.1.8.
2 adv. ἀφηγηματικῶς = en forma narrativa παραδεξάμενος ... τοὺς λόγους ἀφηγηματικῶς Procl.in Prm.625, cf. Sch.Luc.Dem.Enc.2.
German (Pape)
[Seite 409] erzählungsweise, im Erzählungston, Dion. Hal. rhet. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηγηματικός: -ή, -όν, διηγηματικός, Διον. Ἁλ. Ρητ. 1. 8. - Ἐπίρρ. ἀφηγηματικῶς Πρόκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀφηγηματικός, -ή, -όν) αφήγημα
αυτός που σχετίζεται με την αφήγηση
νεοελλ.
εκείνος που έχει ικανότητα να αφηγείται.