ἀφηγητής
From LSJ
English (LSJ)
ἀφηγητοῦ, ὁ, = ἀφηγητήρ (guide), Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 guía τῶν θείων ἀ. καὶ μυσταγωγῶν Nil.M.79.473D, cf. Hsch.
2 comentarista οἱ τῶν νόμων ἀφηγηταί Agath.2.15.4.
German (Pape)
[Seite 409] ὁ, dasselbe, nach Hesych. Führer.
Greek Monolingual
ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) αφηγούμαι
νεοελλ.
αυτός που αφηγείται κάτι
αρχ.
ο οδηγός.