ἄλλαξις
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
-εως, ἡ, exchange, barter, Arist.MM1194a24.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἄλλαͶις SMSR 13.58.23 (Mantinea V a.C.)
• Morfología: [át. gen. ἀλά[χσε] ος IG 12.189.7 (V a.C.)]
1 cambio, modificación εἰ δ' ἀλλαͶις ἔατοι κὰ(τ) τōνν(υ) ἰνμενφὲς ɛ̄ναι si hubiera alguna modificación de estas (normas), sea condenable, SMSR l.c.
2 intercambio δόσεος ἀλά[χσε] ος πέρι IG l.c., ἀργύριον προσαγορεύσαντες νόμισμα ... τὴν ἄλλαξιν ποιεῖσθαι παρ' ἀλλήλων Arist.MM 1194a24.
German (Pape)
[Seite 102] ὴ, die Vertauschung, der Verkehr (?).
Russian (Dvoretsky)
ἄλλαξις: εως ἡ обмен (παρ᾽ ἀλλήλους Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλαξις: -εως, ἡ = ἀνταλλαγή, Ἀριστοφ. Μεγάλ. Ἠθ. 1. 34, 12.