ἄντομαι
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
only pres. and impf.: (ἀντί, ἄντα):—poet. Verb (Hom. only in Il.),
A = ἀντάω, meet, Il.2.595, al.; especially in battle, c. dat., ἀλλήλοισιν ἄντεσθ' ἐν πολέμῳ 15.698, cf. 16.788; ἀργύρῳ ἀντομένη.. ἐτράπετ' αἰχμή 11.237; so χαλεπῇ ἤντ. θευμορίη Call.Epigr.32: abs., διπλόος ἤντετο θώρηξ the breastplate opposed or stopped (the dart), Il.4.133.
2 meet with favour, greet, Pi.P.2.71.
II c.acc.pers., = ἀντιάζω 1.2, approach with prayers, entreat, πρός σε.. ἄντομαι Διός E. Alc.1098; πρός σε γενειάδος.. ἄντομαι Id.Supp.279 (lyr.); πρός σ' ὅ τι σοι φίλον ἐκ σέθεν ἄντομαι S.OC250; ἄ. Ἑρμῆν Ar.Th.977; ἄ. ὑπέρ τινος beg in another's behalf, S.OC243 (lyr.): abs., ἔλθετον, ἀντόμεθ' Ar.Th.1155 (lyr.).
Spanish (DGE)
I 1de pers. hacer frente a, ir al encuentro de c. dat. en la batalla ἀλλήλοισιν Il.15.698, cf. 16.788, Pi.Fr.52b.42, Nonn.D.18.9
•abs. Il.2.595, A.R.1.771
•de cosas encontrarse con, toparse con de una lanza ἀργύρῳ ἀντομένη ... ἐτράπετ' αἰχμή Il.11.237
•fig. χαλεπῇ ἤντεο θευμορίῃ Call.Epigr.30.4.
2 cruzarse de las dos piezas de una coraza Il.4.133.
II saludar, acoger con agrado c. gen. φόρμιγγος Pi.P.2.71.
III suplicar c. πρός y ac. de pers. πρός σε ... ἄντομαι Διός te suplico por Zeus E.Alc.1098, πρός <σε> γενειάδος E.Supp.278, πρός σ' ὅ τι σοι φίλον ἐκ σέθεν ἄντομαι S.OC 250
•c. ac. de pers. σε τῆσδε πρὸς γενειάδος γονάτων τε τῶν σῶν E.Med.709, πρὸς γενείου σ' ἀ. E.IA 1247, Ἑρμῆν ... ἄντομαι suplico a Hermes Ar.Th.977, σε πρὸς θεῶν Luc.Ocyp.155, abs. πατρὸς ὑπὲρ τού<του> μόνου ἄντομαι en favor de este mi padre, abandonado, suplico S.OC 243, ἔλθετον, ἀντόμεθ' Ar.Th.1155, cf. A.R.2.1123.
German (Pape)
[Seite 264] (ἄντα), nur praes. u. impf, 1) begegnen, worauf treffen, freundlich u. feindlich; Iliad. 8, 412 ἀντομένη κατέρυκε; 22, 203; μοῦσαι ἀντόμεναι Il. 2, 595; ἀλλήλοισιν ἄντεσθ' ἐν πολέμῳ 15, 698; ὅθι διπλόος ἤντετο θώρηξ 4, 183. 20. 415, die Ränder des Panzers stießen zusammen, so daß sie sich übereinander legten, oder der Panzer stand entgegen, der andringenden Waffe; vgl. 11, 237 ἀργύρῳ ἀντομένη, μόλιβος ὥς, ἐτράπετ' αἰχμή. Bei Pind. P. 2, 71 mit dem gen. φόρμιγγος. – 2) mit Bitten angehen, anflehen, τινά, Eur. Suppl. 291 Alc. 1101; Ἑρμῆν Ar. Thesm. 977; ἃ πατρὸς ὑπὲρ τοὐμοῦ ἄντομαι, was ich für meinen Vater bitte, Soph. O. C. 243; sp. D.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠντόμην;
1 aller au-devant, se rencontrer avec ; particul. en venir aux mains avec, τινι ; αἰχμὴ ἀργύρῳ ἀντομένη IL lance qui rencontre une armure d'argent ; ὅθι δίπλοος ἤντετο θώρηξ IL là où la double cuirasse rencontrait, càd arrêtait (la lance);
2 aborder en priant : τινα qqn ; ὑπέρ τινος venir prier pour qqn.
Étymologie: ἄντα.
Russian (Dvoretsky)
ἄντομαι:
1 встречаться, сходиться (ἐν πολέμῳ τινί Hom.; τινος Pind.): ὅθι δίπλοος ἤντετο θώρηξ Hom. там, где сходились оба края брони;
2 сталкиваться, наталкиваться, натыкаться (ἀργύρῳ ἀντομένη αἰχμή Hom.);
3 обращаться с мольбой, умолять (τινα Soph., Eur., Arph.; τι ὑπέρ τινος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄντομαι: ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ.: (ἀντί, ἄντα): - ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ.) = ἀντάω, συναντῶ, ἔνθα τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Ἰλ. Β. 595, κ. ἀλλ.· ἰδίως ἐν μάχῃ μετὰ δοτ., ἀλλήλοισιν ἄντεσθ’ ἐν πολέμῳ Ο. 698, πρβλ. Π. 788· ἀργύρῳ ἀντομένη... ἐπετράπετ’ αἰχμὴ Λ. 237· οὕτω, χαλεπῇ δ’ ἤντεο θευμορίῃ Καλλ. Ἐπιγράμμ. 31: - ἀπολ., ὄθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο θώρηξ, «ὅπου τὰ τῆς θωρακίδος ζώνης ἐπίδεσμα τὰ χρυσᾶ συνέδεον καὶ ὁ θῶραξ διπλοῦς συνήγετο, τῶν πτερυγίων αὐτοῦ φερομένων ἀλλήλοις» (μετάφρ. Γαζῆ) Ἰλ. Δ. 133, Υ. 415· πρβλ. Εὐστ. 453, 40, ἔνθα διεξοδικῶς περιγράφεται ὁ θώραξ: - εἶμαι παρών, προσέχω, ἑπτακτύπου φόρμιγγος ἀντώμενος Πινδ. Π. 2. 130. ΙΙ. μ. αἰτ. προσ. = ἀντιάζω Ι. 2, προσέρχομαι ταπεινῶς μετὰ παρακλήσεων, ἱκετεύω, πρός σε τοῦ σπείραντος ἄντομαι Διὸς Εὐρ. Ἄλκ. 1098· πρός σε γενειάδος... ἄντομαι ὁ αὐτ. Ἱκ. 279· πρὸς σ’ ὅ,τι σοι φίλον ἐκ σέθεν ἄντομαι Σοφ. Ο. Κ. 250· ἄντ. Ἑρμῆν Ἀριστ. Θεσμ. 977· ὡσαύτως ἱκετεύω ὑπέρ τινος, πατρὸς ὑπὲρ τοὐμοῦ μόνου ἄντομαι Σοφ. Ο. Κ. 243: ἀπολ., ἔλθετον, ἀντόμεθ’ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1155.
English (Autenrieth)
(parallel form of ἀντάω), only pres. and ipf.: meet, encounter; τινί, Il. 15.698, Il. 22.203; ὅθι διπλόος ἤντετο θώρηξ, ‘met double,’ i. e. where the cuirass formed a double layer by meeting with the ζῶμα and overlapping it, Il. 4.133, Il. 20.415.
English (Slater)
ἄντομαι meet; receive, greet τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον χάριν ἑπτα- κτύπου φόρμιγγος ἀντόμενος (P. 2.71) τῶν γὰρ ἀντομένων[ (τῶν ἀντιπάλων. Σ.) (Pae. 2.42)
Greek Monolingual
ἄντομαι (Α) άντα
1. συναντώ κάποιον με φιλική ή εχθρική διάθεση
2. έρχομαι σε κάποιον ταπεινά, με παρακλήσεις, ικετεύω.
Greek Monotonic
ἄντομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ. (ἀντί) -ἀντάω,
I. συναντώ στη μάχη, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., διπλόος ἤντετο θώρηξ, ο θώρακας διπλός (από την ζώνη) συνάντησε ή σταμάτησε (το βέλος), στο ίδ.
II. = ἀντιάζω I. 2, με αιτ. προσ., πλησιάζω με προσευχές, ικετεύω, με Σοφ., Ευρ.
Frisk Etymological English
See also: ἄντα
Middle Liddell
ἀντί [Dep. only in pres. and impf.]
I. =ἀντάω to meet, in battle, c. dat., Il.:—absol., διπλόος ἤντετο θώρηξ the breastplate doubled (by the belt) met or stopped (the dart), Il.
II. = ἀντιάζω 1. 2, c. acc. pers. to approach with prayers, entreat, Soph., Eur.
Frisk Etymology German
ἄντομαι: {ántomai}
See also: s. ἄντα.
Page 1,115