ἄρκειος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
α, ον,
A = ἄρκτειος, of a bear, στέαρ Dsc.1.125.3, 2.19; δέρματα D.Chr.7.43, cf. Edict.Diocl.8.33.
2 πνοὴ ἄρκειος a northern blast, A.Fr.127 (Lob. for ἄρκιος).
German (Pape)
[Seite 353] = ἄρκτειος, vom Bären, Theophr.
Greek Monolingual
ἄρκειος, -ον και -ος, -α, -ον (Α)
1. (ο άνεμος) που πνέει από την άρκτο, ο βόρειος
2. αυτός που ανήκει σε άρκτο, ο αρκουδίσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος].