ἄρκειος

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρκειος Medium diacritics: ἄρκειος Low diacritics: άρκειος Capitals: ΑΡΚΕΙΟΣ
Transliteration A: árkeios Transliteration B: arkeios Transliteration C: arkeios Beta Code: a)/rkeios

English (LSJ)

α, ον,
A = ἄρκτειος, of a bear, στέαρ Dsc.1.125.3, 2.19; δέρματα D.Chr.7.43, cf. Edict.Diocl.8.33.
2 πνοὴ ἄρκειος a northern blast, A.Fr.127 (Lob. for ἄρκιος).

German (Pape)

[Seite 353] = ἄρκτειος, vom Bären, Theophr.

Greek Monolingual

ἄρκειος, -ον και -ος, -α, -ον (Α)
1. (ο άνεμος) που πνέει από την άρκτο, ο βόρειος
2. αυτός που ανήκει σε άρκτο, ο αρκουδίσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος].