ἄρτισις
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀρτίζω) equipment, v.l. for ἄρτησις, ἡ περὶ τὸ σῶμα ἄ. Hdt.1.195.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 atavío ἡ περὶ τὸ σῶμα ἄ. Hdt.1.195 (var.).
2 arq. prob. aparejo de sillería λίθων PCair.Zen.771.27 (III a.C.) (cf. ἀρτιλιθία).
German (Pape)
[Seite 362] ἡ, Zubereitung, ἡ περὶ τὸ σῶμα ἄρτισις, Ausschmückung, Her. 1, 196.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
gén. ion. ιος;
action d'ajuster, ajustement ; équipement LSJ.
Étymologie: ἄρτι.
Greek Monolingual
ἄρτισις, η (Α) αρτίζω
ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κάποιος.
Greek Monotonic
ἄρτῐσις: -εως, ἡ (ἀρτίζω), εξοπλισμός, σε Ηρόδ.