ἄρτισις

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρτῐσις Medium diacritics: ἄρτισις Low diacritics: άρτισις Capitals: ΑΡΤΙΣΙΣ
Transliteration A: ártisis Transliteration B: artisis Transliteration C: artisis Beta Code: a)/rtisis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀρτίζω) equipment, v.l. for ἄρτησις, ἡ περὶ τὸ σῶμα ἄ. Hdt.1.195.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 atavío ἡ περὶ τὸ σῶμα ἄ. Hdt.1.195 (var.).
2 arq. prob. aparejo de sillería λίθων PCair.Zen.771.27 (III a.C.) (cf. ἀρτιλιθία).

German (Pape)

[Seite 362] ἡ, Zubereitung, ἡ περὶ τὸ σῶμα ἄρτισις, Ausschmückung, Her. 1, 196.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
gén. ion. ιος;
action d'ajuster, ajustement ; équipement LSJ.
Étymologie: ἄρτι.

Greek Monolingual

ἄρτισις, η (Α) αρτίζω
ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κάποιος.

Greek Monotonic

ἄρτῐσις: -εως, ἡ (ἀρτίζω), εξοπλισμός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρτῐσις: εως ἡ убранство, одеяние (περὶ τὸ σῶμα Her.).