ἄτρυφος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρῠφος Medium diacritics: ἄτρυφος Low diacritics: άτρυφος Capitals: ΑΤΡΥΦΟΣ
Transliteration A: átryphos Transliteration B: atryphos Transliteration C: atryfos Beta Code: a)/trufos

English (LSJ)

ἄτρυφον, = ἄθρυπτος, τυρός Alcm.34, cf. Hierocl.in CA17p.458M.

Spanish (DGE)

(ἄτρῠφος) -ον
1 no desmenuzado, sólido τυρός Alcm.56.6, cf. Hsch.
2 de pers. austero, de vida sencilla τοσοῦτον δὲ ἄτρυφος ἦν Socr.Sch.HE 7.37.5
subst. τὸ ἄ. austeridad τὸ ἄτρυφον ἐπιτηδεύει Hierocl.in CA 17.4.

German (Pape)

[Seite 389] = ἄθρυπτος, τυρός Alcm. bei Ath. XI, 499 a.

Greek Monolingual

ἄτρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θρυμματίζεται
2. ατρύφερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρυφή < (θ.) θρυφ- του θρύπτωθραύω, συντρίβω, εξασθενώ»), με ανομοίωση δασέων].