ἄτρυφος
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ἄτρυφον, = ἄθρυπτος, τυρός Alcm.34, cf. Hierocl.in CA17p.458M.
Spanish (DGE)
(ἄτρῠφος) -ον
1 no desmenuzado, sólido τυρός Alcm.56.6, cf. Hsch.
2 de pers. austero, de vida sencilla τοσοῦτον δὲ ἄτρυφος ἦν Socr.Sch.HE 7.37.5
•subst. τὸ ἄ. austeridad τὸ ἄτρυφον ἐπιτηδεύει Hierocl.in CA 17.4.
German (Pape)
[Seite 389] = ἄθρυπτος, τυρός Alcm. bei Ath. XI, 499 a.
Greek Monolingual
ἄτρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θρυμματίζεται
2. ατρύφερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρυφή < (θ.) θρυφ- του θρύπτω («θραύω, συντρίβω, εξασθενώ»), με ανομοίωση δασέων].