ἄχυλος
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
ἄχυλον, without juice, insipid, Thphr. CP 6.19.4, Xenocr.18, Diocl.Fr.138: Comp., Ath.Med. ap.Orib.1.2.14.
Spanish (DGE)
-ον
insípido, sin olor o sabor ἄχυλα καθάπερ ἔρια καὶ τὰ ἱμάτια Thphr.CP 6.19.4, de alimentos, Diocl.Fr.138, ὕδωρ Ocell.21, οἱ δὲ παλαιοὶ (πυροί) ... ἀχυλότεροι Ath.Med. en Orib.1.2.14, de lechugas ἄτροφοι καὶ ἀχυλότεραι Diph.Siph. en Ath.69f.
German (Pape)
[Seite 420] ohne Saft, ohne Geschmack, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχῡλος: -ον, μὴ ἔχων χυλόν, ἄχυμος, ἄνοστος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 19, 4.
Greek Monolingual
ἄχυλος, -ον (Α)
1. ο χωρίς χυμό
2. στεγνός, άνοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χυλός «χυμός φυτών»].