ἄχυλος

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχῡλος Medium diacritics: ἄχυλος Low diacritics: άχυλος Capitals: ΑΧΥΛΟΣ
Transliteration A: áchylos Transliteration B: achylos Transliteration C: achylos Beta Code: a)/xulos

English (LSJ)

ἄχυλον, without juice, insipid, Thphr. CP 6.19.4, Xenocr.18, Diocl.Fr.138: Comp., Ath.Med. ap.Orib.1.2.14.

Spanish (DGE)

-ον
insípido, sin olor o sabor ἄχυλα καθάπερ ἔρια καὶ τὰ ἱμάτια Thphr.CP 6.19.4, de alimentos, Diocl.Fr.138, ὕδωρ Ocell.21, οἱ δὲ παλαιοὶ (πυροί) ... ἀχυλότεροι Ath.Med. en Orib.1.2.14, de lechugas ἄτροφοι καὶ ἀχυλότεραι Diph.Siph. en Ath.69f.

German (Pape)

[Seite 420] ohne Saft, ohne Geschmack, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχῡλος: -ον, μὴ ἔχων χυλόν, ἄχυμος, ἄνοστος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 19, 4.

Greek Monolingual

ἄχυλος, -ον (Α)
1. ο χωρίς χυμό
2. στεγνός, άνοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χυλός «χυμός φυτών»].