ἇς

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἧς, gén. sg. f. de ὅς, ἥ, ὅ.

English (Slater)

ἇς while πρόσθε γὰρ νώνυμνος ἆς Οἰνόμαος ἆρχε, βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (O. 10.51) [ἆς (coni. G-H: τᾶς Π) Πα. 7B. 50]. [ἇς legit Wil.: ἃς G-H. Πα. 12. 20]

Greek Monotonic

ἇς: επίσης ἅς και ἄς,
I. Αιολ. και Δωρ. αντί ἕως, II.ἇς, Δωρ. αντί ἧς, γεν. θηλ. του ὅς, , .

Russian (Dvoretsky)

ἇς:
I дор. = ἧς (gen. к ἥ I).
II тж. ἅς и ἄς (ᾱ) Pind. = ἕως.

Middle Liddell

Aeol. and Dor for ἕως.