ἇς
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἧς, gén. sg. f. de ὅς, ἥ, ὅ.
English (Slater)
ἇς while πρόσθε γὰρ νώνυμνος ἆς Οἰνόμαος ἆρχε, βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (O. 10.51) [ἆς (coni. G-H: τᾶς Π) Πα. 7B. 50]. [ἇς legit Wil.: ἃς G-H. Πα. 12. 20]
Greek Monotonic
ἇς: επίσης ἅς και ἄς,
I. Αιολ. και Δωρ. αντί ἕως, II.ἇς, Δωρ. αντί ἧς, γεν. θηλ. του ὅς, ἥ, ὅ.
Russian (Dvoretsky)
ἇς:
I дор. = ἧς (gen. к ἥ I).
II тж. ἅς и ἄς (ᾱ) Pind. = ἕως.
Middle Liddell
Aeol. and Dor for ἕως.