ἐγγαστρίμαντις

English (LSJ)

[ρῐ], ὁ, ἡ, one that prophesies from the belly, Poll. 2.168, Suid. s.v. ἐγγαστρίμυθος.

Spanish (DGE)

-εως
que emite oráculos por medio de la ventriloquia Ael.Dion.ε 2, Poll.2.168, Hsch.s.u. ἐγγαστρίμυθος, Sud.s.u. ἐγγαστρίμυθος.

German (Pape)

[Seite 700] ὁ, Bauchprophet, VLL.

Greek Monolingual

ἐγγαστρίμαντις, ο, η (Α)
ο εγγαστρίμυθος που ασκεί τη μαντική.