ἐγγράμματος

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγράμμᾰτος Medium diacritics: ἐγγράμματος Low diacritics: εγγράμματος Capitals: ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: engrámmatos Transliteration B: engrammatos Transliteration C: eggrammatos Beta Code: e)ggra/mmatos

English (LSJ)

ἐγγράμματον,
A written, λόγος φωνὴ ἐ. Pl.Def.414d, cf. Ph.1.321, Arr.Epict.1.20.4, S.E.M.1.100.
II containing letters, descriptive of letters, ῥῆσις Ath. 10.454b.
III literate, POxy.1467.13 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
I de abstr.
1 constituido o representado por letras, articulado φωνή Pl.Def.414d, Phld.Sens.26A.15, Ph.1.321, Arr.Epict.1.20.4, S.E.M.1.100, Gramm.Pap.9.33, D.L.3.107, Porph.Abst.3.3
puesto por escrito, expresado mediante la palabra escrita διάνοια ἐ. Gramm.Pap.2.103, ἐπιστολὴ ... ἐστιν ὁμιλία τις ἐ. Epist.Char.praef. (p.14).
2 que describe las letras del alfabeto ῥῆσις Ath.454b.
II de pers. alfabetizado, que sabe escribir ἐ. δὲ κ[αὶ ἐ] ς τὰ μάλιστα γράφειν εὐκόπως δυναμένη POxy.1467.13 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 701] schriftlich aufzuzeichnen, durch die Schrift darzustellen, Sp., z. B. φωνή; übh. schriftlich, im Gegensatz des Mündlichen, λόγος φωνὴ ἐγγρ. Plat. Def. 414 d. Bei Ath. X, 454 d ist ἐγγράμματος ῥῆσις Beschreibung der Schriftzeichen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
figuré par lettres, écrit.
Étymologie: ἐν, γράμμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐγγράμμᾰτος: записанный или могущий быть записанным (φωνή Plat., Sext., Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγράμματος: -ον, γραπτός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ προφορικός, Πλάτ. Ὅροι 414D· φωνὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 100. ΙΙ. γράμματα περιέχουσα, περιγράφουσα γράμματα, ῥῆσις Ἀθήν. 454D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐγγράμματος, -ον)
αυτός που γνωρίζει γράμματα, μορφωμένος
αρχ.
1. γραπτός
2. αυτός που περιέχει γράμματα.