ἐγκαταλιμπάνω
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
= ἐγκαταλείπω, Hp.Aph.2.12 (Pass.), Arist.Rh.1368b19.
Spanish (DGE)
1 de concr. dejar tras de sí como resto, medic. en v. pas. quedar como residuo τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα καύματα ἐν ὑποχονδρίῳ Hp.Prorrh.1.7, part. pas. subst. τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα los residuos Hp.Aph.2.12, Epid.2.3.8, 6.2.7.
2 de pers. o abstr. abandonar τοὺς γὰρ συγκινδυνεύοντας ... διὰ τὸν φόβον Arist.Rh.1368b19, τὸν νόμον σου LXX Ps.118.53, τὴν συνῳδίαν σου Phys.G.118.13, θεοῦ πρὸς τὸ συμφέρον αὐτῶν ἐγκαταλιμπάνοντος αὐτούς Pall.H.Laus.47.6.
German (Pape)
[Seite 705] = ἐγκαταλείπω, Arist. rhet. 1, 4, im Stich lassen; öfter Hippocr.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
abandonner.
Étymologie: ἐν, καταλιμπάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταλιμπάνω: оставлять, покидать, бросать (τοὺς συγκινδυνεύοντας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταλιμπάνω: ἐγκαταλείπω, Ἱππ. Ἀφ. 1244, Ἀριστ. Ῥητ. 1. 10, 4.
Greek Monolingual
ἐγκαταλιμπάνω (AM)
εγκαταλείπω.