ἐγκαταλιμπάνω

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταλιμπάνω Medium diacritics: ἐγκαταλιμπάνω Low diacritics: εγκαταλιμπάνω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: enkatalimpánō Transliteration B: enkatalimpanō Transliteration C: egkatalimpano Beta Code: e)gkatalimpa/nw

English (LSJ)

= ἐγκαταλείπω, Hp.Aph.2.12 (Pass.), Arist.Rh.1368b19.

Spanish (DGE)

1 de concr. dejar tras de sí como resto, medic. en v. pas. quedar como residuo τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα καύματα ἐν ὑποχονδρίῳ Hp.Prorrh.1.7, part. pas. subst. τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα los residuos Hp.Aph.2.12, Epid.2.3.8, 6.2.7.
2 de pers. o abstr. abandonar τοὺς γὰρ συγκινδυνεύοντας ... διὰ τὸν φόβον Arist.Rh.1368b19, τὸν νόμον σου LXX Ps.118.53, τὴν συνῳδίαν σου Phys.G.118.13, θεοῦ πρὸς τὸ συμφέρον αὐτῶν ἐγκαταλιμπάνοντος αὐτούς Pall.H.Laus.47.6.

German (Pape)

[Seite 705] = ἐγκαταλείπω, Arist. rhet. 1, 4, im Stich lassen; öfter Hippocr.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
abandonner.
Étymologie: ἐν, καταλιμπάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταλιμπάνω: оставлять, покидать, бросать (τοὺς συγκινδυνεύοντας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταλιμπάνω: ἐγκαταλείπω, Ἱππ. Ἀφ. 1244, Ἀριστ. Ῥητ. 1. 10, 4.

Greek Monolingual

ἐγκαταλιμπάνω (AM)
εγκαταλείπω.