ἐγκατώδης
From LSJ
English (LSJ)
ἐγκατῶδες, like the entrails, Sch.Ar.Eq.1176.
Spanish (DGE)
-ες de las entrañas o vísceras κρέα Sch.Ar.Eq.1179a.
German (Pape)
[Seite 706] ες, wie Eingeweide; Schol. Ar. Equ. 1176.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ἐντόσθια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1176.