ἐγκριδοπώλης
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
English (LSJ)
ἐγκριδοπώλου, ὁ, dealer in cakes from oil and honey (ἐγκρίς), Ar.Fr.256, Nicopho 19.
Spanish (DGE)
(ἐγκρῐδοπώλης) -ου, ὁ vendedor de tortas de aceite y miel Ar.Fr.269, Nicopho 10.5.
German (Pape)
[Seite 710] ὁ, der Kuchenhändler, Ar. bei Poll. 7, 199 u. Ath. XIV, 645 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρῐδοπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς ἐγκρίδων, δηλ. πλακουντίων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 252, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστροσιν» 1.
Greek Monolingual
ἐγκριδοπώλης (-ου), ο (Α)
αυτός που πουλά τηγανίτες και γλυκά.