ἐκβιόω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
live out, complete, ἑξηκοστὸν ἔτος IG14.400 (Lipara).
Spanish (DGE)
1 vivir ἑξηκοστὸν ἔτος ... ἐξεβίωσα cumplí el sexagésimo año e.e. viví sesenta años, GVI 1018.5 (Lipara II d.C.), ἐξεβίου ἄχρι ... Ἰουστινιανοῦ ἔτους κεʹ vivió hasta el año 25 de Justiniano, IAphrodisias 2.164.10 (VI d.C.), cf. Origenes Cat.Eu.Mt.12.36.
2 morir Gr.Naz.M.37.909A, Prisc.19.
German (Pape)
[Seite 754] (s. βιόω), ausleben, sterben, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβιόω: συμπληρῶ ἔτος τι τῆς ἡλικίας μου, ἑξηκοστὸν ἔτος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 640· ἀποβιῶ, παρὰ βραχὺ τις ἐκβιοὺς Εὐστ. Πονημάτ. 225, 11.