ἐκκαυστικός
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ἐκκαυστική, ἐκκαυστικόν, inflammatory, Ael.VH11.12.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 propio para encender la pasión, δῶρον Ael.VH 11.12.
2 que quema, picante ref. alimentos τὰ δὲ ἔχοντα ἐκκαυστικὴν δύναμιν εἰς γεῦσιν ... οἷον τὸ πέπερι Anecd.Erm.227.
3 fig. que quema, que abrasa ὁ ἐ. καὶ ὁ ἐκκαιόμενος τὴν ψυχήν Et.Gud.s.u. διάπυρος.
German (Pape)
[Seite 762] ή, όν, zum Anzünden geschickt, Ael. V. H. 11, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à enflammer.
Étymologie: ἐκκαίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων φλόγα, φλογιστικός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 11. 12.
Greek Monolingual
ἐκκαυστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αναδίδει φλόγα, ο εύφλεκτος.