ἐκκαυστικός Search Google

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαυστικός Medium diacritics: ἐκκαυστικός Low diacritics: εκκαυστικός Capitals: ΕΚΚΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekkaustikós Transliteration B: ekkaustikos Transliteration C: ekkafstikos Beta Code: e)kkaustiko/s

English (LSJ)

ἐκκαυστική, ἐκκαυστικόν, inflammatory, Ael.VH11.12.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 propio para encender la pasión, δῶρον Ael.VH 11.12.
2 que quema, picante ref. alimentos τὰ δὲ ἔχοντα ἐκκαυστικὴν δύναμιν εἰς γεῦσιν ... οἷον τὸ πέπερι Anecd.Erm.227.
3 fig. que quema, que abrasa ὁ ἐ. καὶ ὁ ἐκκαιόμενος τὴν ψυχήν Et.Gud.s.u. διάπυρος.

German (Pape)

[Seite 762] ή, όν, zum Anzünden geschickt, Ael. V. H. 11, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à enflammer.
Étymologie: ἐκκαίω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων φλόγα, φλογιστικός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 11. 12.

Greek Monolingual

ἐκκαυστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αναδίδει φλόγα, ο εύφλεκτος.