ἐκλαμπρύνω
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
polish up, Herod.7.12 (tm.): adorn, τὸ ἱερὸν κατασκευῇ ἀναθημάτων J.BJ7.3.3, cf.Max.Tyr.22.2:—Pass., to be adorned, πόλιν τούτοις -υνθεῖσαν D.H. 2.3.
Spanish (DGE)
I 1adornar τὸ ἱερόν I.BI 7.45
•fig. ἐκλαμπρύνουσι γὰρ αἱ δυνάμεις τοὺς ἄνδρας Max.Tyr.16.2, en v. pas. πόλιν ... τούτοις ἐκλαμπρυνθεῖσαν D.H.2.3, διὰ πάσης ἀρετῆς ἐκλελαμπρυσμένος Cyr.Al.Luc.1.251.21.
2 fig. iluminar v. pas. οἱ πίστει τῇ εἰς Χριστὸν ἐκλελαμπρυσμένοι Cyr.Al.M.71.57D
•aclarar, arrojar luz sobre τὴν ... κόλασιν ἐκλαμπρύνωμεν Cyr.Al.M.73.452A.
II como interpr. de σμώχω ‘moler’ τὸ γὰρ ἐκλαμπρύνειν σμώχειν λέγουσιν Sch.Ar.Pax 1309.
German (Pape)
[Seite 766] hervorleuchten lassen, glänzend machen, Ios. u. a. Sp. – Pass., hervorleuchten, glänzen, τούτοις ἐκλαμπρυνθεῖσα πόλις D. Hal. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλαμπρύνω: καθιστῶ τι λαμπρόν, τὸ ἱερὸν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 3, 3. - Παθ., ἐκπέμπω λαμπηδόνα, Διον. Ἁλ. 2. 3.
Greek Monolingual
(AM ἐκλαμπρύνω)
καθιστώ κάτι λαμπρό
αρχ.
ἐκλαμπρύνομαι
εκπέμπω λάμψη.