ἐκμιαίνω
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
pollute thoroughly, defile, Opp.H.4.663:—Pass., ejaculate semen, Hp.Superf.31, Ar.Ra.753, LXX Le.18.20.
Spanish (DGE)
(ἐκμῐαίνω) I intr. en v. med.
1 eyacular ὠθέειν ὡς μάλιστα ἕως ἂν ἐκμιαίνηται Hp.Superf.31, cf. en Gal.19.96
•cóm. correrse Ar.Ra.753.
2 en v. med.-pas. hacerse impuro en contacto con, mancillarse, contaminarse ἐκμιανθῆναι ... πρὸς αὐτήν hacerse impuro con ella (la mujer del prójimo), LXX Le.18.20, cf. 23, ἐν αὐτοῖς (ἐγγαστριμύθοις) LXX Le.19.31.
II tr. en v. act. mancillar, infestar, contaminar θάλασσαν Opp.H.4.663, στόμα δύσμορον Orac.Sib.5.392, en v. pas. ποταμῶν τε καὶ πηγῶν ναμάτων αἱμοφορύκτοις ῥεύμασιν ἐκμιαινομένων Heraclit.All.42, καὶ ἐξεμιάνθη ἡ γῆ Eus.DE 4.10 (p.165.24).
German (Pape)
[Seite 769] ganz beflecken, verunreinigen, Opp. Hal. 4, 663. – Med. bei Ar. Ran. 753 wird τὸ ἀποσπερματίζειν erkl., von der Selbstbefleckung.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμῐαίνω: καταμιαίνω, καταμολύνω, Ὀππ. Ἁλ. 4. 663: ― Παθ. effluxu seminis pollui, ἀποσπερματίζω, χύνω τὸ σπέρμα μου, Ἱππ. 265. 14, Σοφ. Ἀποσπ. 913, Ἀριστοφ. Βάτρ. 753.
Greek Monolingual
ἐκμιαίνω (Α)
1. μολύνω υπερβολικά
2. παθ. ἐκμιαίνομαι
χύνω το σπέρμα μου.