ἐκπαίω
English (LSJ)
A throw or cast out of a thing, με δόξης ἐξέπαισαν ἐλπίδες they have dashed me from my expectations, E.HF460.
II intr., dash out, escape, Anaxil.22.17 (Casaubon for ἐξέπεσε):—Med., Plu. Brut.51. (Cf. ἐμπαίω.)
Spanish (DGE)
1 en v. act. azotar, golpear τὴν κακίαν ... πολέμοις καὶ λοιμοῖς Ps.Apul.Ascl.26.
2 en v. med. abrirse paso a golpes διὰ τῶν πολεμίων ἐκπαισάμενος Plu.Brut.51.
German (Pape)
[Seite 771] (s. παίω), herausschlagen, -werfen, übtr., δόξης μ' ἐξέπαισαν ἐλπίδες, sie haben mich aus meiner Erwartung herausgestürzt, getäuscht, Eur. Herc. Fur. 460. – Med., sich heraus-, sich durchschlagen, διὰ τῶν πολεμίων Plut. Brut. 51; – intrans., herauskommen, entrinnen (em. für ἐξέπεσε), Anaxil. bei Ath. XIII, 558 c; Polyaen. 5, 11.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκπαιήσω, ao. ἐξέπαισα;
s'échapper de.
Étymologie: ἐκ, παίω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπαίω:
1 вышибать, выбивать, сбивать: πολύ με δόξης ἐξέπαισαν ἐλπίδες Eur. надежды обманули мое ожидание;
2 med. пробиваться, прорываться (διὰ τῶν πολεμίων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαίω: μέλλ. ἐκπαίσω καὶ ποιητ. -παιήσω: ἀόρ. ἐξέπαισα: - ὡς τὸ ἐκβάλλω, ῥίπτω ἔξω, ἀποβάλλω ἀπό τινος, δόξης μ’ ἐξέπαισαν ἐλπίδες, μὲ ἐξήλασαν ἐκ τῆς προσδοκίας μου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 460, πρβλ. 780. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκφεύγω, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 17, ἔνθα ἴδε τὸν Meineke: - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλουτ. Βροῦτ. 51. - Πρβλ. ἐμπαίω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐκπαίω: μέλ. -παιήσω, αόρ. αʹ ἐξ-έπαισα· όπως το ἐκβάλλω·
I. βγάζω κάποιον εκτός στόχου, αποθαρρύνω κάποιον, με γεν., σε Ευρ.
II. Μέσ., διαφεύγω, δραπετεύω, φεύγω τρέχοντας, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. -παιήσω aor1 ἐξ-έπαισα like ἐκβάλλω
I. to throw out of a thing, dash one from it, c. gen., Eur.
II. Mid. to dash out, escape, Plut.