Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: ἐκφῠγή | Medium diacritics: ἐκφυγή | Low diacritics: εκφυγή | Capitals: ΕΚΦΥΓΗ |
Transliteration A: ekphygḗ | Transliteration B: ekphygē | Transliteration C: ekfygi | Beta Code: e)kfugh/ |
-ῆς, ἡ
huida εἰς μηχανὴν τῆς ἐκφυγῆς συνέβη LXX 3Ma.4.19, cf. Lex.Gr.Naz.ε 94.
[Seite 786] ἡ, das Entfliehen, die Ausflucht, Schol.
η (Α ἐκφυγή)
1. η (λαθραία) διαφυγή, φυγή, διολίσθηση
2. διάσωση, γλύτωμα, γλυτωμός.