ἐλαφρίζω

English (LSJ)

A make light: hence, lift up, carry, Coluth.29,156; Ep. 3sg. impf. -ίζεσκε, κούρην Mosch.2.130; ἐ. ἑαυτὸν ὑψοῦ Ael.NA9.52; πτεροῖς ἑαυτήν Plu.2.317e.
2 make light of, scorn, Archil.87, cf. Hsch.
II intr., to be light and nimble, E.Fr.530.8, Call.Del.115, Anyt. ap. Poll.5.48, Opp.C.1.85.
III Pass., to be relieved of forced contributions, IG5(1).1146.28 (Gythium, i B.C.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. iter. 3a sg. ἐλαφρίζεσκε Mosch.2.130, 3a plu. ἐλαφρίζεσκον Nonn.Par.Eu.Io.11.31]
I tr.
1 en v. act. aligerar κούρην el peso de la muchacha ref. al viento que hinchaba los vestidos de Europa, Mosch.l.c., γούνατ' ἐλαφρίζειν hacer ligeras las rodillas, e.e., veloces, Opp.H.3.300.
2 elevar, alzar πτεροῖς ἑαυτήν Plu.2.317e, ἑαυτάς ὑψοῦ Ael.NA 9.52, φαρέτρην Colluth.29, χειρὶ δ' ἐλαφρίζουσα μελίφρονα δεσμὸν Ἐρώτων levantando con su mano la suave guirnalda de Amores Colluth.156, οὐρανὸν Ἀτλάντειον ἐλαφρίζειε Κρονίων ὄρθιος Nonn.D.2.315.
3 aliviar (ὕδωρ) μόχθον ἐλαφρίζει AP 9.815, μιν ἐλαφρίζεσκον ἀκεσσιπόνῳ τινὶ μύθῳ Nonn.l.c., ἀνίας Gr.Naz.M.37.542A
encontrar alivio a, descansar de c. gen. ἐλαφρίζουσι δὲ μόχθων ... λυσιπόνοις χεύμασι τερπόμενοι Milet 1(9).339C.6 (IV d.C.)
eximir, dispensar de contribuciones forzosas, en v. pas. ἱνὰ μὴ δῷ ἡ ἡμετέρα πόλις, ἀλλὰ ἐλαφρισθῆ IG 5(1).1146.28 (Gitio I a.C.).
4 fig. tomar a la ligera, desdeñar, rehuir ἐν τῷ κάθημαι σὴν ἐλαφρίζων μάχην habla el águila a la zorra desde un picacho, Archil.29.3.
II intr. ser ligero, veloz ἐλαφρίζον γόνυ ἔχειν tener rodillas veloces E.Fr.530.8, (πόδες) ἐλαφρίζουσι tus pies son rápidos Call.Del.115, ἐλαφρίζον κῶλον Anyt.714P., ποσσὶν ἐλαφρίζων Opp.C.1.85.

German (Pape)

[Seite 792] 1) leicht machen, erleichtern; κούρην Mosch. 2, 126; öfter bei sp. D., wie Coluth. 29, 156; ἑαυτὰς ὑψοῦ, sich erheben, Ael. H. A. 9, 52; Plut.; übertr., ψυχήν Ep. ad. 574 (IX, 207). – 2) intrans., leicht sein. Callim. Del. 115; ποσσίν Opp. Cyn. 1, 85; γόνυ ἐλαφρίζον Eur. frg. bei Macrob. Sat. 5, 18; κῶλος Anyte 23 (App. 6). – Das med. = act., Poll. 4, 98.

French (Bailly abrégé)

rendre léger.
Étymologie: ἐλαφρός.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαφρίζω:
1 делать легким, поднимать: πτεροῖς ἐ. ἑαυτόν Plut. взлетать вверх на крыльях; перен. возвышать (ψυχὴν ἀπὸ γαίης Anth.);
2 быть легким, проворным (ἐλαφρίζον γόνυ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρίζω: κάμνω τι ἐλαφρόν, ἀνυψώνω. Μόσχ. 2. 126, κτλ.· ἐλ. ἑαυτὸν ὑψοῦ Αἰλ. π. Ζ. 9. 52· πτεροῖς Πλούτ. 2. 317Ε· - ἀνακουφίζω, Συνέσ. 139D. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἐλαφρὸς καὶ εὐκίνητος, Εὐρ. Ἀποσπ. 534. 8, Καλλ. εἰς Δῆλ. 115.

Greek Monolingual

ἐλαφρίζω (AM)
1. καθιστώ ελαφρό κάτι
2. σηκώνω, ανυψώνω
3. ανακουφίζω, παρηγορώ
αρχ.
1. παίρνω κάποιον στ' αλαφρά, αψηφώ
2. είμαι ανάλαφρος, ευκίνητος
3. παθ. απαλλάσσομαι από αναγκαστικές εισφορές.