ἐλεφαντίνεος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, of elephants, ὀδόντες IG3.1376.
Spanish (DGE)
-α, -ον
ebúrneo, marfileño ἐλεφαντινέῳ ... φέγγει Simon.Eleg.8.7, ὀδόντες GVI 746.5 (III/IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 796] = Folgdm, Ep. ad. 721 (App. 209).
Russian (Dvoretsky)
ἐλεφαντίνεος: Anth. = ἐλεφάντινος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεφαντίνεος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 209.
Greek Monotonic
ἐλεφαντίνεος: -α, -ον, = το επόμ., σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐλεφαντίνεος, η, ον = ἐλεφάντῐνος, Anth.]