ἐλεφάντινος
English (LSJ)
η, ον,
A of ivory, Alc.33.1, Ar. Eq.1169, Pl.815, al.; δίφρος ἐλεφάντινος, = Lat. sella curulis, Plb.6.53.9 (pl.), al.; οἶκοι ἐλεφάντινοι. LXX Am.3.15; τὸ ἐλεφάντινον the substance of ivory, Pl.Hp.Ma. 290c.
2 white as ivory, μέτωπον Anacreont.15.12; τάριχος Crates 29.
Spanish (DGE)
(ἐλεφάντῐνος) -η, -ον
• Alolema(s): eol. fem. -ᾱ Alc.350.1
I 1ebúrneo, hecho de o decorado con marfil, de marfil
a) de objetos gener. indic. lujo o poder ἐλεφαντίναν λάβαν τὼ ξίφεος ... ἔχων Alc.l.c., cf. Alcm.162.2(a).5 (cj. ap. crít.), σκιαδίσκη Anacr.82.11, cf. Ar.Pl.815 (= S.Fr.275), μάχαιρα χαλκῆ ἐν ἐλύτρῳ ἐλεφαντίνῳ IG 22.1425.267 (IV a.C.), ψάλια Str.4.5.3, cf. D.Chr.13.34, σκῆπτρον Iambl.Fr.1, κάτοπτρον PUG 28.7 (V/VI d.C.), ἐξάλειπτρον IG 12(6).261.45 (Samos IV a.C.), κάμψις PMasp.6ue.90 (VI d.C.), λύραι IG 13.354.80 (V a.C.), cf. IG 22.1388.80 (IV a.C.), Carm.Conu.17, D.H.7.72, Trypho Fr.112, δίφρος Theoc.24.101, συμψέλιον Herm.Vis.3.1.4, κλῖναι Ph.2.274, κόσμος Scyl.Per.112, σκεῦος Apoc.18.12
•en Roma la silla de marfil, e.e., silla curul Plb.6.53.9, D.S.29.34, I.BI 7.126, App.Pun.32;
b) de figuras artísticas o la decoración en construcción de marfil, eborario χείρ de la estatua criselefantina de Atenea, Ar.Eq.1169, cf. Heraclid.Pont.89, Philostr.Im.2.1, εἰκόνες D.C.43.42.2, ζῴδια Callix.1, ἄγαλμα Gal.3.240, Clem.Al.Prot.4.57, cf. Arr.Epict.2.19.26, κῶπαι Arist.Fr.513, θυρίον IG 11(2).142.41 (Delos IV a.C.), cf. 22.1378.13 (IV a.C.), οἶκοι LXX Am.3.15, cf. 3Re.22.39;
c) de partes del cuerpo de personajes legendarios αἰδοῖα de los selenitas, Luc.VH 1.22, del muslo de Pitágoras, Origenes Cels.6.8, del séptimo círculo del cielo PMag.Christ.10.20, de la puerta de los sueños falsos, Eust.1877.33;
d) οἱ ἐλεφάντινοι ὀδόντες los colmillos de marfil del elefante, Palaeph.3;
e) medic. ῥίνισμα ἐλεφάντινον limadura de marfil utilizada en emplastos, Aët.3.112, 11.13
•tb. subst. ἡ ἐλεφαντίνη ref. a un tipo de emplasto, Poles en Aët.15.15, Orib.Syn.3.17 tít., Aët.15.15.
2 de color marfil, marfileño χρῶμα comm. Alcm.10(b).6, τάριχος Crates Com.32.1, Ar.Fr.347, δάκτυλοι Alciphr.4.11.8, μέτωπον Anacreont.16.12, ὀδόντες Artem.1.31, σακκίον SB 7181B.12 (III d.C.) (ap. crít.), cf. ἐλεφάντινα· λευκά Hsch.
II subst. neutr.
1 objeto de marfil Pl.Hp.Ma.290c.
2 objeto hecho con piel de elefante Phot.ε 606.
3 plu. τὰ ἐλεφάντινα (sc. κρόταλα) crótalos o castañuelas de marfil Phot.κ 1072.
German (Pape)
[Seite 796] von Elfenbein; Ar. Plut. 815; ὀροφή Plat. Critia. 116 d; schön wie Elfenbein, weiß, χείρ Ar. Equ. 1159; μέτωπον, τράχηλος, Anacr. 15, 12. 16, 29.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d'ivoire.
Étymologie: ἐλέφας.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεφάντινος:
1 сделанный из слоновой кости или отделанный слоновой костью (ἰπνός Arph.; ὀροφή Plat.; κῶπαι Arst.; σκεῦος NT): δίφρος ἐ. (лат. sella curulis) Polyb., Diod. курульное кресло (высших римск. сановников);
2 словно выточенный из слоновой кости (μέτωπον Anacr.; χείρ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεφάντῐνος: -η, -ον, ἐξ ὀδόντος ἐλέφαντος, Λατ. eburneus, Ἀλκαῖος 33, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1169, Πλ. 815, κ. ἀλλ.· δίφρος ἐλ., τὸ Λατ. sella curulis, Πολύβ. 5. 53, 9, κ. ἀλλ.· οἶκοι ἐλ. Ἑβδ. (Ἀμὼς Γ΄, 5)· τὸ ἐλ., ἡ οὐσία τοῦ ἐλέφαντος, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290C. 2) λευκὸς ὡς ὀδοὺς ἐλέφαντος, μέτωπον, κτλ., Ἀνακρέοντ. 15. 12· τάριχος ἐλεφάντινον Κράτης ἐν «Σαμίοις» 1.
English (Strong)
from elephas (an "elephant"); elephantine, i.e. (by implication) composed of ivory: of ivory.
English (Thayer)
ἐλεφαντινη, ἐλεφάντινον (ἐλέφας), of ivory: Alcaeus Mytilenaeus, Aristophanes, Polybius, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐλεφάντινος, -η, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελέφαντα
2. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο
3. άσπρος σαν ελεφαντόδοντο
4. το ουδ. ως ουσ. το ελεφάντινον
η ουσία του ελεφαντοστού.
Greek Monotonic
ἐλεφάντῐνος: -η, -ον (ἐλέφας), από ελεφαντόδοντο, φιλντισένιος, Λατ. eburneus, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐλεφάντῐνος, η, ον ἐλέφας
of ivory, ivory, Lat. eburneus, Ar.
Chinese
原文音譯:™lef£ntinoj 誒累潘提挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:象(的)
字義溯源:象牙的,象牙造的;源自(ἐλεφάντινος)X*=象)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 象牙(1) 啓18:12
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον de marfil de uno de los siete círculos del cielo ὁρκίζω αὐτὸ τοὺς ἑπτὰ κύκλους τοῦ οὐρανοῦ· ... τὸν ἕβδομον ἐλεφάντινον lo conjuro por los siete círculos del cielo: el séptimo de marfil C 10 20