ἐνδουχία
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ἡ, (ἔχω) = ἐνδομενία, Plb.18.35.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
enseres o mobiliario doméstico εἰ μὴ τὴν ἐνδουχίαν ἀπέδοντο καὶ τὰ σώματα καὶ ... τινὰς τῶν κτήσεων Plb.18.35.6.
German (Pape)
[Seite 835] ἡ, was man im Hause (ἔνδον) hat, Hausrath, Pol. 18, 18, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδουχία: ἡ домашняя утварь, пожитки Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδουχία: ἡ, (ἔχω) = ἐνδομενία, Πολύβ. 18. 18, 6.
Greek Monolingual
ἐνδουχία, η (Α)
τα οικιακά σκεύη.