ἐνεδράζω
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
to be firmly established, pf. part. ἐνηδρακώς Gal. UP3.8.
Spanish (DGE)
1 anat. acoplar dentro de, encajar, ajustar de huesos o partes del cuerpo (ὁ ἀστράγαλος) ἐπίκειται δὲ τῇ πτέρνῃ δύο τινὰς ἐξοχὰς ἐνταῦθα κατὰ δυοῖν ἐκείνης κοιλοτήτων ἐνηδρακώς (el astrágalo) está sobre el calcáneo acoplando dentro de él, en sus dos cavidades, dos prominencias Gal.3.205, cf. 675.
2 astr., fil. aposentar, dar una posición determinada en el universo ταῖς δυνάμεσι τῆς ὅλης ψυχῆς ἐνήδρασε τὰ σώματα τῶν κοσμοκρατόρων Procl.in Ti.3.60.5, en v. pas. τόπον, εἰς ὃν ἐνήδρασται ὁ οὐρανός Procl.in R.2.94.
German (Pape)
[Seite 836] hineinsetzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεδράζω: ἑδράζω, τοποθετῶ ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Γαλην. 3. 205, Θεόφ. Πρωτοσπ. 1. 21.