ἐνεθίζω
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
accustom to a thing, τινὰ φιλοσοφίᾳ Socr.Ep.27.2:—Pass., ἐνειθίσθαι ταῖς παρατηρήσεσι Ptol.Tetr.5, cf. D.L.3.23; ἀέρι Hdn.6.6.2.
Spanish (DGE)
1 tr. habituar, acostumbrar a c. ac. y constr. prep. o dat. τοὺς παρακολουθοῦντας τοῦ θείου τούτου κάλλους πρὸς τὴν ὁμοίαν τῆς ψυχῆς κατάστασιν Ptol.Alm.1.1, τὸν πῶλον ὁδῷ λιθώδει Poll.1.200, αὐτοὺς ... τῇ ὠμότητι Nil.Narr.5.9.
2 intr. en v. med.-pas. habituarse, acostumbrarse a c. dat. ἐνεθισθεῖσα ἡμῶν ἡ ψυχὴ τοῖς συμβεβηκόσι Origenes Io.6.2.10, οἱ ... ἐνεθισθέντες τῇ ἀγορᾷ Basil.Ep.150.1, τὸν ἐνεθισθέντα τῷ σκότει ὀφθαλμόν Nil.in Cant.68.3, οἱ νόμῳ καὶ παιδείᾳ ἐντραφέντες καὶ ἐνεθισθέντες Anon.in Rh.45.12, cf. 61.27, c. inf. ἐνεθίζεσθαι κυβιστᾶν Eust.1083.50
•en perf. med. estar acostumbrado a ταῖς παρατηρήσεσιν Ptol.Tetr.1.2.8, ἄλλοις πολιτεύμασιν D.L.3.23, τῷ πολέμῳ Porph.ad Il.222.20, ὑγρῷ καὶ χειμερίῳ ἀέρι Hdn.6.6.2, σκληρῷ τε βίῳ καὶ τραχεῖ Io.Ant.Fr.Hist.206.19.
German (Pape)
[Seite 836] (s. ἐθίζω), daran gewöhnen, τινὶ ἐνειθισμένοι Hdn. 6, 6, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεθίζω: приучать: ἐνειθίσθαι τινί Diog. L. приучиться к чему-л., приобрести опыт в чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεθίζω: κάμνω τινὰ νὰ συνηθίςῃ εἴς τι, «ἐνεθιζέτω δὲ τὸν πῶλον ὁδῷ λιθώδει» Πολυδ. Α΄, 200· ἐν τῷ παθ., ὑγρῷ καὶ χειμερίῳ ἀέρι ἐνειθισμένοι, συνειθισμένοι, Ἡρῳδιαν. 6. 6, 2.