ἐνηλύσιος

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνηλύσιος Medium diacritics: ἐνηλύσιος Low diacritics: ενηλύσιος Capitals: ΕΝΗΛΥΣΙΟΣ
Transliteration A: enēlýsios Transliteration B: enēlysios Transliteration C: enilysios Beta Code: e)nhlu/sios

English (LSJ)

[ῠ], ον, (ἠλύσιον ΙΙ) struck by lightning: ἐνηλύσια, τά, places set apart from worldly uses, because a thunderbolt has fallen there, A.Fr.17, cf. EM341.5, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ῠ]
1 alcanzado por el rayo, fulminado ἃ κεραυνὸς ἄρθρων ἐνηλυσίων ἀπέλειπεν A.Fr.17, cf. Hsch.
2 subst. τὸ ἐνηλύσιον = lugar alcanzado por el rayo, lugar fulminado consagrado a Zeus Καταιβάτης Poll.9.41, Hsch.η 399, EM 341.9G.

German (Pape)

[Seite 840] vom Blitze getroffen, = ἐμβρόντητος, VLL.; bes. τὰ ἐνηλύσια, Aesch. bei E. M., = bidental der Römer; vgl. Poll. 9, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνηλύσιος: -ον, (ἠλύσιον ΙΙ.) κεραυνόβλητος: ἐνηλύσια, τά, χωρία ἄβατα, διότι κεραυνὸς ἐνέσκηψεν εἰς αὐτά, Λατ. bidentalia, (ὡς καθαρθέντα σφαγίῳ τῷ καλουμένῳ bidens), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 15, πρβλ. Ε. Μ. 341. 5, Ἡσύχ. ἐν λέξει, Ἑρμάννου Πονημάτια (Opusc.) 7. 209.

Greek Monolingual

ἐνηλύσιος, -ον (Α) ηλύσιος
1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος, εμβρόντητος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνηλύσια (χωρία)
τόποι που καθιερώθηκαν ως άβατοι, ιεροί από πτώση κεραυνού.