ηλύσιος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἠλύσιος, -ία, -ον)
(συν. το ουδ. στη φρ.) «Ηλύσιον πεδίον» ή «Ηλύσια πεδία» — τόπος όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές τών ηρώων
νεοελλ.
1. (για τόπο) ωραίος και απολαυστικός
2. (το ουδ. πληθ.) τα Ηλύσια
ο παράδεισος
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ηλύσιο πεδίο ή αυτός που προέρχεται από το Ηλύσιο πεδίο («ἠλύσιαι αὖραι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη πρόκειται για λέξη του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Κατ' άλλους, πρόκειται για υποχωρητικό παράγωγο του συνθ. επιθ. ενηλύσιος «χτυπημένος από κεραυνό» (εν + ηλύσιος < ελεύσομαι, μέλ. του ρ. ελεύθω«έρχομαι», όπως ακριβώς και το συνθ. ουσ. επ-ηλυσία «προσέγγιση». Πρβλ. επίσης το (εν-)ηλύσια «τόπος χτυπημένος από κεραυνό»). Το α' συνθετικό του επιθ. αυτού ερμηνεύθηκε λανθασμένα ως «ο ευρισκόμενος εις...», οπότε, δεδομένου ότι υπήρχε η αντίληψη πως οι κεραυνοβολημένοι μεταβαίνουν σε τόπο αιώνιας ευτυχίας, το β' συνθετικό πήρε τη σημασία «τόπος αιώνιας ευτυχίας» και υποχωρητικά δημιουργήθηκε ο τ. Ηλύσιον].