ἐνθυμίζομαι
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
English (LSJ)
later form of ἐνθυμέομαι, D.C.Fr.57.80b, Poll.2.231 (citing Th.5.32), Hsch.
II = ἐπιθυμέω, τι App.Mith.120.—Act. ἐνθυμίζω only in Hsch.
Spanish (DGE)
pensar en, tener en mente, considerar
a) hechos pasados τὰς ἐν ταῖς μάχαις συμφοράς Th.5.32 (var.);
b) hechos futuros Ἀμισὸν ἐνθυμιζόμενος con la vista puesta en Amisos App.Mith.120;
c) hechos presentes Αἴγυπτον ἐνθυμιζόμενος μάλιστα ἐν καιρῷ considerando que Egipto se encontraba en una situación especialmente favorable App.BC 4.63, sinón. de λογίζομαι D.C.57.80b, de ἐνθυμέομαι EM 341.22G.
•tb. en v. act. Hsch.s.u. ἐνθύμιζε.
German (Pape)
[Seite 843] = ἐνθυμέομαι, Poll. 2, 231 aus Thuc. 5, 32, wo ἐνθυμέομαι steht, wonach streben, verlangen; App. Hithrid. 120. – Act. ἐνθυμίζω, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθῡμίζομαι: ἀποθ., μεταγεν. τύπος τοῦ ἐνθυμέομαι, Πολυδ. Β΄, 231 (ὅστις ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸν Θουκ. (5. 32) ἔνθα ἡ γραφὴ εἶναι ἐνθυμούμενοι, πρβλ. Ἡσύχ.). ΙΙ. = ἐπιθυμέω, Ἀμισὸν ἐνθυμιζόμενος ἐπολέμησε Ἀππ. Μιθρ. 120: - Τὸ ἐνεργ. ἐνθυμίζω παρ’ Ἡσυχ.: «ἐνθύμιζε· ἐνθυμοῦ».