ἐνοπτρίζω

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοπτρίζω Medium diacritics: ἐνοπτρίζω Low diacritics: ενοπτρίζω Capitals: ΕΝΟΠΤΡΙΖΩ
Transliteration A: enoptrízō Transliteration B: enoptrizō Transliteration C: enoptrizo Beta Code: e)noptri/zw

English (LSJ)

reflect, Damian.Opt.10:—Pass., ἐνοπτρίζομαι = to be seen as in a mirror, Porph.Marc.13, Olymp. in Mete.230.17:—Med., see as in a mirror, ἑαυτούς Ph.1.451, cf. Plu.2.696a; τὸ τῆς ἀληθείας κάλλος Hierocl. in CA Praef.p.416 M.

Spanish (DGE)

1 reflejar τὴν φαντασίαν Synes.Insomn.4
part. subst. τὰ ἐνοπτρίζοντα = los objetos que reflejan imágenes ταῦτα φαντάζεσθαι κἀν τοῖς ἐνοπτρίζουσιν ἐνυπάρχειν αὐτά ésas (imágenes) dan la falsa impresión de que están dentro de aquello que las refleja Damian.Opt.10
en v. med. mismo sent. τὰ οὐράνια διηνεκῶς κατόπτευε καὶ ἐνοπτρίζου Gr.Nyss.Hom.creat.67a.5, τὸ τῆς ἀληθείας ἐνοπτρίσασθαι κάλλος ἀμήχανον Hierocl.in CA proem.3
esp. c. ac. del refl. fig. ἑαυτὸν ἐνοπτρίζει ὁ ποιητὴς καὶ ἐν τούτοις Eust.1606.5, tb. en v. med. ἵν' ... ἐνοπτρίζωνται ἑαυτούς Ph.1.451, ἑαυτὸν ἐνοπτρίζεσθαι ἐν τῷ νέφει ὥσπερ ἐπὶ τῶν κατόπτρων Olymp.in Mete.248.24, cf. Philox.Gramm.659
abs. reflejar la luz δι' ἀνωμαλίαν τῶν ἐνοπτριζόντων νεφῶν Ar.Did.14.
2 en v. med. fig. tener ante la vista τὴν θείαν διὰ παντὸς ἐνοπτριζόμενοι δίκην teniendo continuamente presentes los preceptos divinos, Poliorc.276.12, οἱ δὲ (ποιηταί) ταῦτα ἐνοπτρισάμενοι παρὰ τῷ ποιητῇ (Ὁμήρῳ) Eust.1335.49.
II intr., en v. med.-pas.
1 reflejarse en un espejo o como en un espejo τῇ ὄψει παρέχει καθαρώτατον ἐνοπτρίσασθαι ofrece a la vista el reflejo más puro ref. al aceite, Plu.2.696a, ἐν οἷς (ἐσόπτροις) τὰ πρόσωπα ἐνοπτρίζεται POxy.2603.4 (IV d.C.), διὰ τὸ ἐνοπτρίζεσθαι αὐτὸν ἐν τῷ ἀέρι Olymp.in Mete.230.17, fig. de Dios δι' ὧν μάλιστα καὶ αὐτὸς ἐνοπτρίζεσθαι πέφυκεν Porph.Marc.13.
2 mirarse en un espejo καμ<μ>ύσας ἐνωπτρίζετο se miraba en el espejo con los ojos cerrados de un pedante estúpido, Hierocl.Facet.11.

German (Pape)

[Seite 849] im Spiegel zeigen, Sp. – Med., sich im Spiegel besehen, Plut. Symp. 6, 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοπτρίζω: παριστάνω ὡς ἐν κατόπτρῳ, Εὐστ. Πονημάτ. 57. 70: - Μέσ., βλέπω ὡς ἐν κατόπτρῳ, ἑαυτοὺς Φίλων 1. 51, πρβλ. Πλούτ. 2. 696Α˙ ἐν. πρόβλημα..., βλέπω μετὰ προσοχῆς, ἐξετάζω, Θεοφύλ. Σιμοκ.

Greek Monolingual

ἐνοπτρίζω (AM) ένοπτρον
Ι. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω
ΙΙ. μέσ. ἐνοπτρίζομαι
1. καθρεφτίζομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη
2. οραματίζομαι
μσν.
κοιτάζω, αντικρίζω.