ἐνοχλῶ

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Mantoulidis Etymological

Σύνθετο ἀπό τό ἐν + ὀχλῶ ἀπό τό ὄχλος (=θόρυβος, πλῆθος). Τό ὄχλος ἴσως νά παράγεται ἀπό τό ἔχω.
Παράγωγα: ἐνόχλημα, ἐνόχλησις, ἐνοχλητέον, παρενόχλησις, ἀνενόχλητος.