ἐξαπατητής
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ἐξαπατητοῦ, ὁ, = ἐξαπατητήρ (deceiver), Ptol. Tetr. 165.
Spanish (DGE)
-οῦ embustero Ptol.Tetr.3.14.31, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπατητής: ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 3. 18, σ. 221, κτλ.
German (Pape)
ὁ, = ἐξαπατητήρ, Procl.