ἐξελίκτρα
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ἡ, roller, cylinder, of a windlass, HeroAut.5.3:
German (Pape)
[Seite 876] ἡ, u. ἐξέλικτρον, τό, eine Winde, um die sich das Seil auf- und abwickelt, mathem. vet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελίκτρα: ἡ, τροχαλία, «μακαρᾶς», Ἀρχ. Μαθημ. σ. 220. 67, καὶ ἐξέλικτρον, τό.