ἐξοίκησις
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
-εως, ἡ, emigration, deportation, Pl.Lg.704c, 850b, Arist.Ath.39.4, 40.4.
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, das Ausziehen, Auswandern, Plat. Legg. IV, 704 c VIII, 850 b.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοίκησις: εως ἡ выселение, переселение Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοίκησις: -εως, ἡ, μετοίκησις, μετανάστευσις, Πλάτ. Νόμοι 704C, 850Β.
Greek Monolingual
ἐξοίκησις, η (Α) εξοικώ
μετοίκηση, μετανάστευση.