ἐπίκεντρος
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
ἐπίκεντρον, Astron., occupying a cardinal point, Vett.Val.9.19, Man.1.34, Doroth. ap. Heph.Astr.2.5, S.E.M.5.40:Comp., Ptol.Tetr.79.
German (Pape)
[Seite 948] über dem Mittelpunkte, Sext. Emp. adv. astrol. 40.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκεντρος: расположенный вблизи центра или центральный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκεντρος: -ον, ἐν τῇ ἀστρονομίᾳ, ὁ ἐπί τινος κεντρικοῦ σημείου, ἐπίκεντροι δὲ λέγονται (ἀστέρες) οἱ ἐπί τινος τῶν κέντρων θεωρούμενοι κτλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 40.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίκεντρος, -ον) κέντρο
αυτός που βρίσκεται πάνω από το κέντρο ή πάνω στο κέντρο ή σε κεντρικό σημείο
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το επίκεντρο
το κύριο, το κεντρικό θέμα, το κεντρικό σημείο, ο στόχος («το επίκεντρο της προσοχής, της συζητήσεως»)
2. γεωλ. «το επίκεντρο του σεισμού» — το σημείο της γήινης επιφάνειας που βρίσκεται ακριβώς πάνω και κατακορύφως στο σεισμικό κέντρο απ’ όπου ξεκινούν οι σεισμικές δονήσεις
3. μαθημ. «επίκεντρη γωνία» — η γωνία που έχει ως κορυφή το κέντρο ενός κύκλου και ως πλευρές τις ακτίνες του
αρχ.
αστρον. αυτός που βρίσκεται σε ένα από τα κύρια σημεία του ορίζοντα.