ἐπίκεντρος

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκεντρος Medium diacritics: ἐπίκεντρος Low diacritics: επίκεντρος Capitals: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: epíkentros Transliteration B: epikentros Transliteration C: epikentros Beta Code: e)pi/kentros

English (LSJ)

ἐπίκεντρον, Astron., occupying a cardinal point, Vett.Val.9.19, Man.1.34, Doroth. ap. Heph.Astr.2.5, S.E.M.5.40:Comp., Ptol.Tetr.79.

German (Pape)

[Seite 948] über dem Mittelpunkte, Sext. Emp. adv. astrol. 40.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκεντρος: расположенный вблизи центра или центральный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκεντρος: -ον, ἐν τῇ ἀστρονομίᾳ, ὁ ἐπί τινος κεντρικοῦ σημείου, ἐπίκεντροι δὲ λέγονται (ἀστέρες) οἱ ἐπί τινος τῶν κέντρων θεωρούμενοι κτλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 40.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίκεντρος, -ον) κέντρο
αυτός που βρίσκεται πάνω από το κέντρο ή πάνω στο κέντρο ή σε κεντρικό σημείο
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το επίκεντρο
το κύριο, το κεντρικό θέμα, το κεντρικό σημείο, ο στόχος («το επίκεντρο της προσοχής, της συζητήσεως»)
2. γεωλ. «το επίκεντρο του σεισμού» — το σημείο της γήινης επιφάνειας που βρίσκεται ακριβώς πάνω και κατακορύφως στο σεισμικό κέντρο απ’ όπου ξεκινούν οι σεισμικές δονήσεις
3. μαθημ. «επίκεντρη γωνία» — η γωνία που έχει ως κορυφή το κέντρο ενός κύκλου και ως πλευρές τις ακτίνες του
αρχ.
αστρον. αυτός που βρίσκεται σε ένα από τα κύρια σημεία του ορίζοντα.